- πατρωνυμικοῦ
- πατρωνυμικόςderived from one's father's namemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταλαϊονίδης — ὁ, Α ο γιος τού Ταλαού. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. πατρωνυμικού σχηματισμένος ανώμαλα (αντί τού αναμενόμενου *Ταλαΐδης) από το όν. Ταλαός για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
Υπερίων — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τιτάνες. Παντρεύτηκε την αδελφή του Θεία. Από το γάμο αυτό είχε τρία παιδιά, τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Ηώ. Ο Όμηρος τον ταυτίζει με τον Ήλιο. * * * ο / Ὑπερίων, ονος, ΝΑ, και Υπερίωνας Ν… … Dictionary of Greek